- ποντάρισμα
- το, Ν [ποντάρω]η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ποντάρω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ποντάρισμα — το, ατος η πράξη του ποντάρω (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αμάξωμα — Μέρος του οχήματος που καλύπτει, συνδέει και προφυλάσσει τον μηχανισμό του και επιπλέον στεγάζει τους επιβάτες και το φορτίο. Η καθιερωμένη τεχνική προβλέπει α. με μόνο προορισμό την κάλυψη, προσαρμοσμένα σε πλαίσια, ενώ πολυάριθμες σύγχρονες… … Dictionary of Greek
κρουπιέρης — και κρουπιέ, ο υπάλληλος χαρτοπαικτικής λέσχης που επιβλέπει το ποντάρισμα τών παικτών, μοιράζει τα κέρδη στους παίκτες και συγκεντρώνει τα χρήματα τού πάγκου. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. croupier < γαλλ. croupe «νώτα, οπίσθια ίππου»] … Dictionary of Greek
πόντα — (I) η, Ν μικρό κυλινδρικό στέλεχος που καταλήγει σε ακίδα και χρησιμοποιείται για το σημάδεμα, το λεγόμενο ποντάρισμα, τής θέσης στην οποία πρέπει να διατρηθεί ή να υποστεί κατεργασία με τον τόρνο ένα μεταλλικό αντικείμενο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ.… … Dictionary of Greek
ρελάνς — η, Ν 1. (σε χαρτοπαίγνιο) μεγαλύτερο και, συνήθως, διπλάσιο ποντάρισμα χρηματικού ποσού από εκείνο που ποντάρει ο αντίπαλος 2. μτφ. η εκ νέου εμφάνιση ιδέας ή σχεδίου που είχε υποβαθμιστεί ή ατονίσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. relance «νέα ώθηση» (< … Dictionary of Greek